- στράτα
- η, ΝΜΑστρωμένη οδός, δρόμοςνεοελλ.1. πορεία, διαδρομή, («καλή στράτα» — ευχή σε εκείνους που ξεκινούν για ταξίδι)2. μτφ. τρόπος («με πόσες στράτες μάς γελά [ενν. ο έρωτας]», Ερωτόκρ.)3. στρατούλα, περπατούρα4. φρ. α) «κάνω στράτα ή στράτες»(για νήπιο) κάνω τα πρώτα μου βήματαβ) «κακή στράτα»(με μτφ. σημ.) δρόμος έξω από τους κανόνες τής ηθικήςγ) «στράτα-στράτα» και «στράτα στρατούλα» — ενθαρρυντική φράση για νήπια που κάνουν τα πρώτα τους βήματαμσν.φρ. «κατὰ στράταν» — κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού πάπ.αρχ.φρ. α) «κατὰ στράταν» — καθ' οδόν πάπ.β) «διὰ στράτας» — ανυπερθέτως.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. strata (via) «λιθόστρωτος δρόμος», θηλ. τής μτχ. stratus, -a, -um τού sterno «στρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.